ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ της Ζωής Συμεωνίδη

 ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ 



K14 ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

Είχε ξημερώσει η μέρα που θα πηγαίναν η Πανωραία ο Παυσανίας ο Σόναπ και ο Απόστολος στα γυρίσματα της σειράς και όλοι ήταν μέσα σε πελάγη ευτυχίας, ετοιμάστηκαν και αυτοί και ότι άλλο θα χρειαζόντουσαν για το ταξίδι, όμως τους περίμενε μια έκπληξη, εκείνο τον καιρό εκτός από τον Απόστολο τους έκανε επίσκεψη ένα άλλο γεράκι, ο Νερών που ήταν πολύ καλός φίλος του Σόναπ και είχε έρθει και αυτός στην γιορτή που έγινε για την παρουσίαση, πολύ ομιλητικός και ήρεμος, μπορεί κάποιες στιγμές να γινόταν σπαστικός αλλά αυτό ήταν εντελώς τίποτα μπροστά στην χαρά που τους έδινε.
Ο Παυσανίας με την Πανωραία είχαν βάλει μια κοπέλα, την Βάλια μια πολύ όμορη κοπέλα που θα πρόσεχε και τον Νέρωνα γιατί και αυτός μισούσε την μοναξιά στην φωλιά του, ετοίμασαν τα πράγματα, αποχαιρέτησαν την Βάλια και ξεκίνησαν για το ταξίδι.
Κάποια στιγμή κατά την διάρκεια του ταξιδιού ακούστηκε ένας ήχος γερακιού, όταν κατάλαβαν πως δεν ήταν ο Σόναπ, τότε η Πανωραία τρόμαξε πολύ και ζήτησε από το Παυσανία να σταματήσει αμέσως το αμάξι.
Εκείνος τότε σταμάτησε το αμάξι στον χωματόδρομο για να μην κόψει την κυκλοφορία, ο ήχος ακουγόταν ακόμα και η Πανωραία άνοιξε τρέμοντας τον πόρτμπαγκαζ για να δει τι μπορεί να ήταν αυτό…
<< ΤΣΑ! Σας έλειψα?>> είπε ο Νέρωνας γελώντας
<< Την ψυχή μας έβγαλες από φόβο βρε χαζοπούλι, πως βρέθηκες εδώ?>> είπε ο Σόναπ έκπληκτος
<< Είδα ότι δεν είχατε σκοπό να με πάρετε μαζί, έτσι όταν δεν κοιτούσε κανείς μπήκα μέσα, τι να έκανα?>> μολόγησε ο Νέρωνας
<< Καλά μπες μέσα τώρα και θα τα πούμε μετά>> είπε ο Παυσανίας και μπήκαν όλοι στο αμάξι, έκανε πολύ κρύο και η Πανωραία τύλιξε τον Νέρωνα με μια κουβέρτα μικρή που είχε μαζί της και εκείνη την στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο του Παυσανία, επειδή εκείνος οδηγούσε το σήκωσε ο Σόναπ…
<< Καλησπέρα Βάλια μου, είσαι καλά? Ο Παυσανίας οδηγεί τώρα και δεν μπορεί να μιλήσει, θέλεις να του πω κάτι?>>
<< Βρε εσύ Σόναπ μου, δεν βρίσκω πουθενά τον Νέρωνα>> είπε με θλιμμένη φωνή η Βάλια
<< Που τον είδες τελευταία φορά?>> ρώτησε ο Σόναπ
<< Έχει αρκετή ώρα να τον δω>> απάντησε εκείνη
<< Ναι αλλά που τον είδες τελευταία φορά?>>
<< Θα τον άρπαξε κανένας κυνηγός>> πετάχτηκε η Πανωραία
<< Έλα τώρα Πανωραία μην την ταράζεις την γυναίκα και τρομάζει, κρίμα είναι>> Είπε ο Σόναπ
<< Εδώ είμαι Βάλια μου!>> είπε δυνατά ο Νέρωνας
<< Που είσαι βρε χαμένο? Έκανα το σπίτι άνω κάτω να σε βρω!>> Είπε η Βάλια ανακουφισμένη
<< Εδώ με τα παιδιά, πάμε για τα γυρίσματα>> είπε ο Νέρωνας χαρούμενος αλλά και νυσταγμένος αφού οι φωνές της Βάλιας του είχαν χαλάσει τον ύπνο
<< Σώπα, και μένα η καρδία μου έκανε γυρίσματα πήγαινε έλα από την Κούλουρη!>> είπε νευριασμένη η Βάλια << Άμα σε πιάσω στα χέρια μου, στην κατσαρόλα κοκκινιστό θα σε κάνω, σκασμένο με έκανες και έκλαιγα, άντε καλά να περνάς>> και έκλεισε το τηλέφωνο.
<< Αμάν βρε Νέρωνα, έπρεπε να της το πεις και όχι να την βάλεις να κάνει σενάρια με το μυαλό της, ποιος ξέρει τι μπορεί να είχε ο νους της>> είπε ο Παυσανίας
<< Καλά έχετε δίκιο δεν έπρεπε να φύγω έτσι..>> είπε ντροπιασμένος ο Νέρωνας….
>> Μετά από αρκετή ώρα έφτασαν εκεί που θα γινόταν τα γυρίσματα, είχαν νοικιάσει και κάποια δωμάτια τα οποία ήταν κοντά στην θάλασσα που θα γινόντουσαν και η σκηνές, την Πανωραία την είχε πάρει ο ύπνος αγκαλιά με τον Νέρωνα, ο Σόναπ πήρε τον Νέρωνα και τον έβαλε σε μια αυτοσχέδια φωλιά που έκανε ενώ Παυσανίας σήκωσε την Πανωραία και την έβαλε το κρεβάτι, ύστερα πήγε με τον Σόναπ να βάλουν τα πράγματα στις θέσεις τους και την νύχτα ξάπλωσε ο Παυσανίας εξαντλημένος κοντά της.
Το άλλο πρωί, ο Νέρωνας πήγε στην Πανωραία και άρχισε να την τσιμπάει τα μάγουλα να την ξυπνήσει..
<< Καλημέρα Νέρωνα, που είμαστε?>> είπε η Πανωραία που μόλις άνοιξε τα μάτια της είδε δυο γερακίσια μάτια καρφωμένα πάνω της…
<< Εδώ θα γυριστεί η ταινία καλή μου>> είπε ο Νέρωνας
Η Πανωραία μόλις το άκουσε αυτό, - επειδή ήταν και από ύπνο- τρόμαξε, νόμιζε πως θα γινόταν τίποτα περίεργο με τον Σόναπ, ήταν το μυαλό της κουρκούτι…
<< Τι λες βρε χαζοπούλι!>> τινάχτηκε η Πανωραία από το κρεβάτι και κατάλαβε τι εννοούσε ο Νέρωνας…
<< Αι στο καλό σου με λαχτάρησες πρωί πρωί!>> είπε η Πανωραία και του πέταξε το μαξιλάρι στα μούτρα.
Ετοιμάστηκαν όλοι γρήγορα, η πρώτη μέρα θα ήταν περιήγηση στον τόπο των γυρισμάτων, Ωστόσο η Πανωραία πρόσεξε πως ο Νέρωνας κάτι είχε και κοιτούσε την θάλασσα με βουρκωμένα μάτια, της τράβηξε την προσοχή μα δεν το έδειξε.

Σαν λοιπόν έπεσε η νύχτα και όλοι ξάπλωσαν, η Πανωραία είχε από κοντά τον Νέρωνα, στο ανοιχτό παράθυρο το όποιο είχαν ο Νέρωνας βγήκε έξω, η Πανωραία έβαλε ένα παλτό και τα παπούτσια της, κοιτούσε τον Νέρωνα το γεράκι να πετάει πάνω από τα κύματα και να προσγειώνεται πάνω σε ένα βράχο, παρατηρώντας τον η Πανωραία καλύτερα έβλεπε πως το γεράκι έκλαιγε γοερά, ήταν ανήσυχη για το τι μπορεί να σκεφτόταν εκεί πάνω, μήπως ένιωθε τύψεις για την πλάκα που έκανε στην Βάλια? Μα αυτό το είχαν λύσει ήδη, τότε το γεράκι έκατσε στην άμμο και άρχισε να περπατάει καθώς τον κύμα του μούσκευε τα πόδια, τότε η Πανωραία τον πλησίασε…
<< Τι κάνεις μες την μαύρη νύχτα Νέρωνα??>>
<< Πανωραία! Με τρόμαξες! Να η αλήθεια είναι πως ήθελα να βγω μια βόλτα, δεν ήθελα να σας ξυπνήσω για αυτό και βγήκα από το παράθυρο>> είπε ο Νέρωνας έκπληκτος..
<< Έχεις κάτι? Θέλεις να κάτσουμε στον βράχο και να τα πούμε? Γιατί και εγώ σε είδα κάπως το πρωί όταν ήρθαμε εδώ, λοιπόν τι λες για αυτό?>> πρότεινε η Πανωραία στο Νέρωνα..
<< Ναι πάμε, γιατί όχι? Καλό θα μου κάνει στο κάτω κάτω>> είπε και πέταξε στον ώμο της Πανωραίας
<< Τώρα για πες μου, τι σε προβληματίζει>> του είπε καθώς περπατούσαν
<< Η αλήθεια είναι πως κάθε βράδυ περνάνε πολλές σκέψεις από το μυαλό μου, κάπως θολές και εκεί που κάθομαι με πιάνουν τα κλάματα σαν μωρό…>>
<< Αχ βρε Νέρωνα μου, ξέρω πως είναι αυτό που λες, αυτό μάλλον συμβαίνει γιατί την μέρα οι σκέψεις και τα συναισθήματά μας καλύπτονται από το φως του ήλιου και σαν πέσει η νύχτα και δεν υπάρχει η σκέψεις έρχονται ύπουλα κατά πάνω μας και μάλλον ο συνδυασμός της θάλασσας το κάνει πιο έντονο, από την μια είναι και κάπως γλυκό αυτό, κάτι τέτοιες ώρες άλλοι θέλουν να είναι μόνοι με τις σκέψεις του ενώ άλλοι θέλουν να μοιραστούν αυτό το περίεργο συναίσθημα με κάποιον, τουλάχιστον έτσι νιώθω εγώ και όταν είμαι έτσι θέλω την παρέα του Παυσανία ενώ άλλες θέλω να είμαι μόνη με την μουσική μου, κάποιες στιγμές η παρέα της είναι αρκετή, αν όμως κλαίω η ζεστή αγκαλιά του Παυσανία με ηρέμει…>>
<< Πανωραία μου, έκανες ολόκληρη ψυχανάλυση στην ψυχή μου, τώρα που κάθισα λίγο μαζί σου ένιωσα καλύτερα, σε ευχαριστώ…>> είπε ο Νέρωνας χαρούμενος…
<< Έλα όμως να πάμε μέσα, κάνει κρύο….>>

Σχόλια