ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Κ15 ΚΑΥΤΑ ΥΔΑΤΑ
Ξημέρωσε η πρώτη μέρα των επίσημων γυρισμάτων και όλοι ετοιμάστηκαν και έβαλαν τα κοστούμια τους, καθένας πήγε εκεί που έπρεπε να είναι, Ο Σόναπ μεταμορφώθηκε σε γεράκι και περίμενε να δώσει ο σκηνοθέτης το ΟΚ.
Καθώς η Πανωραία έμπαινε στην βάρκα στο μυαλό της ήρθαν όλες οι αναμνήσεις από εκείνη την μοιραία μέρα και τώρα ένιωθε πως τις ζούσε πάλι από την αρχή, κάτι σαν ένα Déjà vu ένα πράγμα, για όλους ήταν πολύ έντονα τα συναισθήματα πλέον.
Είχε έρθει ο καιρός να πάνε και να κάνουν τις μαλάξεις που το έκαναν και τότε για να ξυπνήσει το γλυκό γεράκι, για να γίνει αυτή η σκήνη η Πανωραία είχε εξηγήσει στον Σόναπ πως ακριβώς ήταν εκείνη την δύσκολη στιγμή…
Το σπίτι που είχαν για το γύρισμα ήταν εξίσου τόσο όμορφο όσο και το δικό τους και η φωλιά ήταν η ίδια που έχει πλέον ο Σόναπ στο σπίτι του, ο σκηνοθέτης είχε αναθέσει στην Πανωραία να γίνει βοηθός του και πήγαινε και στην σεναριογράφο για τις εξηγήσει στο περίπου πως να κάνει το κείμενο, ο ένας βοηθούσε τον άλλoν, στο τέλος είχαν γίνει όλοι μούρτζες, έπρεπε να κάνουν ένα μπάνιο, η Πανωραία πήρε τον Σόναπ και τον έβαλε μέσα στο νερό, με τέτοια βρώμα έπρεπε να του ρίξει καυτό νερό…
<< Καλώς το βρωμοπούλι>> είπε γελώντας η Πανωραία
<< Καλώς το όνομα και πράγμα>> απάντησε λάγνα ο Σόναπ
<< Άστα αυτά βρε, έλα να σε κάνω μπάνιο που σε ζέχνεις, κάτσε καλά και μην κουνιέσαι να τελειώνουμε>> είπε πειράζοντας τον η Πανωραία.
Τότε του έριξε το καυτό νερό και ο Σόναπ κατάλαβε καλά τι εστί καυτό, είχε τόσο ατμό που ο Σόναπ δεν έβλεπε και τόσο καλά και τον έπιασε και βήχας
<< Παείιιιιιι με έκαψες γειτόνισσα..!!>> είπε τραγουδιστά ο Σόναπ
<< Σε έκαψα αλλά την όρεξη για τραγούδι την έχεις μια χαρά τρελοκομείο>> είπε εκείνη καθώς πήγε να τον τρίψει με το σαμπουάν, ο Σόναπ καθόταν ήρεμος και απολάμβανε το μπάνιο του, μετά αυτό που ήθελε ήταν να ξεραθεί μέσα στην φωλιά του, ο Απόστολος έκοβε και αυτός βόλτες από εδώ και από εκεί και επειδή αυτό ενοχλούσε την Πανωραία του πέταξε νερό στην μούρη.
Κάποια στιγμή όμως, ένας καπνός ξαναγκάλιασε την Πανωραία, που όμως αυτή την φορά πήρε μαζί της και τον Απόστολο, μια μίξη από τον καπνό της φωτιάς και τον ατμό του νερού που ήταν σκόρπια σε όλο το δωμάτιο και που δεν έβλεπες ούτε στο ένα μέτρο πλέον.
Ο καπνός καθάρισε και ο Σόναπ είχε πάρει την ανθρώπινη μορφή του, η Πανωραία είχε παγώσει και σαστίσει μπροστά του…
<< πάλι καλά που είσαι ντυμένος, γιατί αλλιώς…>> πετάχτηκε ο Απόστολος
<<Άντε χάσου και εσύ, μπανιστιρτζή!>> είπε ντροπιασμένος ο Σόναπ,
<< Σιγά καλέ, δεν είδαμε και τίποτα, μην κάνεις έτσι και εσύ… απλά το σακάκι και το πουκάμισο σου θέλουν άπλωμα, θα σου δανείσω κάποια ρούχα του Παυσανία, απλά ίσως σου είναι λίγο μικρά>> για λίγο ο χρόνος πάγωσε, τα μάτια τους είχαν μαγνητιστεί, πλησίασαν ο ένας τον άλλον στα χείλια, το δεξί φρύδι του Σόναπ την έβλεπε τόσο έντονα που είχε ανυψωθεί, μα και δυο σταμάτησαν….
<< Λυπάμαι πολύ, παρασύρθηκα..>> είπε η Πανωραία στον Σόναπ
<< Δεν πειράζει, τουλάχιστον δεν έγινε κάτι…>> είπε εκείνος….
Ξημέρωσε η πρώτη μέρα των επίσημων γυρισμάτων και όλοι ετοιμάστηκαν και έβαλαν τα κοστούμια τους, καθένας πήγε εκεί που έπρεπε να είναι, Ο Σόναπ μεταμορφώθηκε σε γεράκι και περίμενε να δώσει ο σκηνοθέτης το ΟΚ.
Καθώς η Πανωραία έμπαινε στην βάρκα στο μυαλό της ήρθαν όλες οι αναμνήσεις από εκείνη την μοιραία μέρα και τώρα ένιωθε πως τις ζούσε πάλι από την αρχή, κάτι σαν ένα Déjà vu ένα πράγμα, για όλους ήταν πολύ έντονα τα συναισθήματα πλέον.
Είχε έρθει ο καιρός να πάνε και να κάνουν τις μαλάξεις που το έκαναν και τότε για να ξυπνήσει το γλυκό γεράκι, για να γίνει αυτή η σκήνη η Πανωραία είχε εξηγήσει στον Σόναπ πως ακριβώς ήταν εκείνη την δύσκολη στιγμή…
Το σπίτι που είχαν για το γύρισμα ήταν εξίσου τόσο όμορφο όσο και το δικό τους και η φωλιά ήταν η ίδια που έχει πλέον ο Σόναπ στο σπίτι του, ο σκηνοθέτης είχε αναθέσει στην Πανωραία να γίνει βοηθός του και πήγαινε και στην σεναριογράφο για τις εξηγήσει στο περίπου πως να κάνει το κείμενο, ο ένας βοηθούσε τον άλλoν, στο τέλος είχαν γίνει όλοι μούρτζες, έπρεπε να κάνουν ένα μπάνιο, η Πανωραία πήρε τον Σόναπ και τον έβαλε μέσα στο νερό, με τέτοια βρώμα έπρεπε να του ρίξει καυτό νερό…
<< Καλώς το βρωμοπούλι>> είπε γελώντας η Πανωραία
<< Καλώς το όνομα και πράγμα>> απάντησε λάγνα ο Σόναπ
<< Άστα αυτά βρε, έλα να σε κάνω μπάνιο που σε ζέχνεις, κάτσε καλά και μην κουνιέσαι να τελειώνουμε>> είπε πειράζοντας τον η Πανωραία.
Τότε του έριξε το καυτό νερό και ο Σόναπ κατάλαβε καλά τι εστί καυτό, είχε τόσο ατμό που ο Σόναπ δεν έβλεπε και τόσο καλά και τον έπιασε και βήχας
<< Παείιιιιιι με έκαψες γειτόνισσα..!!>> είπε τραγουδιστά ο Σόναπ
<< Σε έκαψα αλλά την όρεξη για τραγούδι την έχεις μια χαρά τρελοκομείο>> είπε εκείνη καθώς πήγε να τον τρίψει με το σαμπουάν, ο Σόναπ καθόταν ήρεμος και απολάμβανε το μπάνιο του, μετά αυτό που ήθελε ήταν να ξεραθεί μέσα στην φωλιά του, ο Απόστολος έκοβε και αυτός βόλτες από εδώ και από εκεί και επειδή αυτό ενοχλούσε την Πανωραία του πέταξε νερό στην μούρη.
Κάποια στιγμή όμως, ένας καπνός ξαναγκάλιασε την Πανωραία, που όμως αυτή την φορά πήρε μαζί της και τον Απόστολο, μια μίξη από τον καπνό της φωτιάς και τον ατμό του νερού που ήταν σκόρπια σε όλο το δωμάτιο και που δεν έβλεπες ούτε στο ένα μέτρο πλέον.
Ο καπνός καθάρισε και ο Σόναπ είχε πάρει την ανθρώπινη μορφή του, η Πανωραία είχε παγώσει και σαστίσει μπροστά του…
<< πάλι καλά που είσαι ντυμένος, γιατί αλλιώς…>> πετάχτηκε ο Απόστολος
<<Άντε χάσου και εσύ, μπανιστιρτζή!>> είπε ντροπιασμένος ο Σόναπ,
<< Σιγά καλέ, δεν είδαμε και τίποτα, μην κάνεις έτσι και εσύ… απλά το σακάκι και το πουκάμισο σου θέλουν άπλωμα, θα σου δανείσω κάποια ρούχα του Παυσανία, απλά ίσως σου είναι λίγο μικρά>> για λίγο ο χρόνος πάγωσε, τα μάτια τους είχαν μαγνητιστεί, πλησίασαν ο ένας τον άλλον στα χείλια, το δεξί φρύδι του Σόναπ την έβλεπε τόσο έντονα που είχε ανυψωθεί, μα και δυο σταμάτησαν….
<< Λυπάμαι πολύ, παρασύρθηκα..>> είπε η Πανωραία στον Σόναπ
<< Δεν πειράζει, τουλάχιστον δεν έγινε κάτι…>> είπε εκείνος….
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου